Περισσότερες από 800 υποθέσεις παιδοβιαστών είναι εκείνες που έχουν απασχολήσει τα έμπειρα στελέχη της Ελληνικής Αστυνομίας και αφορούν σε Εγκλήματα κατά της Γενετήσιας Ελευθερίας ανηλίκων, την περίοδο 2020 μέχρι σήμερα.
Μόνο σε διάστημα ενός χρόνου, η αρμόδια Υποδιεύθυνση Προστασίας Ανηλίκων στην Ασφάλεια Αττικής ερευνά περισσότερες από 100 υποθέσεις βιασμών από τις οποίες οι 50 αφορούν γενετήσιες πράξεις με ανήλικα. Τα τελευταία έτη συλλαμβάνονται κάθε χρόνο περίπου 30-40 άτομα τα οποία εμπλέκονται σε υποθέσεις παιδικής πορνογραφίας.
Συνέντευξη στην Κέλλυ Σαουάχ-Μαραγκουδάκη
Για το ψυχολογικό προφίλ του παιδεραστή, για τα σημάδια που φανερώνουν ότι ένα παιδί έχει υποστεί σεξουαλική κακοποίηση αλλά και για το έργο που επιτελεί το τελευταίο διάστημα η Υποδιεύθυνση Προστασίας Ανηλίκων, κλήθηκε να τοποθετηθεί η Ψυχολόγος της ΕΛ.ΑΣ. κ. Νίκη Βασιλείου.
Η παιδοφιλία ως παραφιλική διαταραχή
«Καταρχάς, είναι σημαντικό να ειπωθεί πως η παιδοφιλία ανήκει στις παραφιλικές διαταραχές, όπου σύμφωνα με το διαγνωστικό εγχειρίδιο Diagnostic Statistical Manual-V (DSV-5), διακατέχονται από επαναλαμβανόμενες και έντονες σεξουαλικά διεγερτικές φαντασιώσεις, σεξουαλικές παρορμήσεις ή συμπεριφορές που αφορούν σεξουαλική δραστηριότητα με παιδί ή παιδιά πριν από την εφηβεία. Το άτομο είναι τουλάχιστον 16 ετών και τουλάχιστον 5 χρόνια μεγαλύτερο από το παιδί ή παιδιά», εξηγεί.
Οι παραφιλικές διαταραχές θεωρούνται ασθένειες, όπως η ηδονοβλεψία, η επιδειξιομανία, η εφαψιομανία, ο σεξουαλικός μαζοχισμός, ο σεξουαλικός σαδισμός, ο φετιχισμός, η παρενδυσιακή διαταραχή.
Διαβάστε επίσης: Δ. Σουρας: Βιασμός – Η διαστροφή είναι ψυχική ασθένεια;
Το ψυχολογικό προφίλ των παιδοβιαστών
«Οι παιδεραστές είναι άτομα κατ’ουσίαν άτομα συναισθηματικά ανασφαλή, με χαμηλή αυτοεκτίμηση και συναισθηματική ανωριμότητα, που δεν έχουν κατορθώσει επιτυχώς να εμπλακούν συναισθηματικά σε υγιείς σχέσεις με ενήλικα άτομα λαμβάνοντας ικανοποίηση και ευχαρίστηση από τη συναισθηματική και ερωτική επαφή μαζί τους. Η συναισθηματική τους ανεπάρκεια και το αίσθημα φόβου τους απέναντι στις ενήλικες δεσμεύσεις τους ωθεί στην επιλογή των παιδιών, τα οποία ερμηνεύουν ως άβουλα και αδύναμα ερωτικά υποκατάστατα, τα οποία δεν εισπράττουν απειλητικά για τον ψυχισμό τους», αναφέρει η Ψυχολόγος.
Ο λογισμός των παιδεραστών
Σύμφωνα με την ειδικό, τα δομικά ελλείμματα των παιδεραστών στην ψυχοσεξουαλική τους συγκρότηση τους ωθούν ώστε να καταφεύγουν σε διαστροφικές συμπεριφορές, καθώς από τη μία ενδεχομένως να επιθυμούν να ταυτιστούν με τα παιδιά, επιλέγοντας και σχετικά επαγγέλματα, ενώ από την άλλη επιδιώκουν να επιβληθούν και να κυριαρχήσουν σε αυτά, επιδεικνύοντας μια χειριστική συμπεριφορά απέναντί τους. Προκειμένου να τα προσεγγίσουν καταφεύγουν σε διάφορες ενέργειες ώστε να αποσπάσουν και εν τέλει να καταχραστούν την εμπιστοσύνη τους. Ωστόσο συχνά τα άτομα αυτά μπορεί να έχουν κατορθώσει να εξελιχθούν επαγγελματικά ή και να έχουν ενεργή εμπλοκή στα κοινά. Δεν σημαίνει απαραίτητα δηλαδή ότι ένας παιδόφιλος είναι αποσυρμένος από τα κοινά και την ενεργή επαγγελματική ζωή. Περαιτέρω τα άτομα αυτά δεν έχουν όρια στη συμπεριφορά τους, και παραβιάζουν τα όρια των παιδιών. Κάποιες φορές μπορεί να διακατέχονται και από επιθετικότητα.
Παιδεραστής γεννιέσαι ή γίνεσαι;
Σε όλες σχεδόν τις διαταραχές συντρέχουν λόγοι κληρονομικής προδιάθεσης, περιβαλλοντικοί παράγοντες και η προσωπικότητα του ατόμου, τα ιδιαίτερα ιδιοσυγκρασιακά του γνωρίσματα. Πρόσφατες έρευνες έδειξαν πως οι παιδεραστές εμφανίζουν λιγότερη λευκή ουσία στον εγκέφαλό τους συγκριτικά με το γενικό πληθυσμό, δηλαδή παρουσιάζουν λιγότερες εγκεφαλικές συνδέσεις των νευρικών κυττάρων τους. Στην περίπτωση της παιδοφιλίας/παιδεραστίας πέραν από βιολογικούς παράγοντες κληρονομικής προδιάθεσης ψυχολογικών διαταραχών ή διαταραχών προσωπικότητας (π.χ. διαταραχή ελέγχου παρορμήσεων, μεταιχμιακή και ναρκισσιστική διαταραχή προσωπικότητας,) καθοριστικό ρόλο διαδραματίζει το περιβάλλον στο οποίο μεγάλωσαν τα άτομα αυτά.
Για παράδειγμα, ένας αυταρχικός τρόπος διαπαιδαγώγησης με απαγορεύσεις και ματαιώσεις ή αντίθετα μια γονεϊκή συμπεριφορά χωρίς όρια, ιστορικό σωματικής ή/και σεξουαλικής κακοποίησης στην παιδική ηλικία, σε συνδυασμό με συναισθηματικές δυσκολίες στη νεαρή ενήλικη ζωή , όπως αδυναμία επίτευξης συναισθηματικού δεσμού με συνεπακόλουθες ματαιώσεις, μπορούν να συμβάλλουν στη δημιουργία μίας παιδοφιλικής συμπεριφοράς. Εν γένει, είναι σημαντικό να λάβουμε υπόψη πολλούς παράγοντες που μπορούν σε συνδυασμό να οδηγήσουν σε μία τέτοια διαστροφική συμπεριφορά.
Διαβάστε επίσης: Κοκαΐνη – ηρωίνη: Διαβάστε τη συνέπεια στον εγκέφαλο που εξηγεί εν μέρει τον εθισμό
Η παιδεραστία θεραπεύεται;
Eνώ από τη μία πλευρά υποστηρίζεται πως η παιδεραστία αποτελεί ψυχική νόσο και ο θύτης χρήζει ψυχιατρικής παρακολούθησης, από την άλλη πλευρά θεωρείται διαστροφή και υποστηρίζεται πως ο δράστης πρέπει να τιμωρείται ως έχοντας τελέσει ποινικό αδίκημα.
«Κατά την εκτίμησή μου, τα παιδοφιλικά άτομα δεν αναγνωρίζουν στους άλλους ότι νοσούν, ενώ τα περισσότερα δεν αποδέχονται την ενοχή τους, και για το λόγο αυτό δεν μπορούν να θεραπευτούν, εφόσον δεν έχουν επίγνωση της διαταραχής τους, άρα ούτε κίνητρο για θεραπεία. Σε κάθε περίπτωση ωστόσο είναι σημαντικό τα άτομα αυτά να αξιολογούνται από ειδικούς ψυχικής υγείας και να παρακολουθούνται κατά τη διάρκεια της έκτισης της ποινής τους στα σωφρονιστικά καταστήματα, ώστε να τους δοθεί η δυνατότητα να ζητήσουν θεραπεία όταν παραδεχτούν εν τέλει την ενοχή τους.»
Σε περίπτωση που το παιδοφιλικό άτομο/παιδεραστής δεν αναγνωρίσει ουσιαστικά την ενοχή του και δεν αιτηθεί θεραπευτική βοήθεια, η φυλακή δεν μπορεί να λειτουργήσει με σωφρονιστικό χαρακτήρα, με αποτέλεσμα να είναι σχεδόν βέβαιο πως το άτομο αυτό θα ξαναασελγήσει σε παιδί με την πρώτη ευκαιρία, καθώς η συνέπεια της πράξης το δεν μπορεί να λειτουργήσει ανασταλτικά καθώς η παραφιλική διαταραχή είναι τόσο εγγενής και έντονη που δεν δύναται το άτομο να την ελέγξει, αντίθετα θα καταφύγει σε οποιοδήποτε μέσο, μη θεμιτό, για να την ικανοποιήσει.
Tα σημάδια που καλούνται να προσέξουν οι γονείς
Η κ. Βασιλείου επεξηγεί τα σημάδια που αποκαλύπτουν ότι το παιδί τους έχει δεχθεί σεξουαλική παρενόχληση ή κακοποίηση.
«Καλό είναι οι γονείς να είναι συναισθηματικά διαθέσιμοι στα παιδιά τους και να μπορούν να κατανοήσουν τυχόν αλλαγές στη συμπεριφορά τους.
Αρχικά θα πρέπει να προβληματιστούν εάν εντοπίσουν μία απότομη ή και κλιμακούμενη αλλαγή στη διάθεση των παιδιών τους, π.χ. έντονη απόσυρση/εσωστρέφεια ή και έντονη ευερεθιστότητα/επιθετικότητα ,διάσπαση προσοχής, μαθησιακή πτώση, απόσυρση από την κοινωνική συνδιαλλαγή/δραστηριότητες. Χαρακτηριστικά σημάδια σεξουαλικής παραβίασης, πέραν των ανωτέρω γενικότερων σημείων, αποτελούν η έντονη ενασχόληση με την περιοχή των γεννητικών οργάνων τους, όπως και η αυτοϊκανοποίησή τους με εμμονικό τρόπο, η άρνηση στην τήρηση των κανόνων υγιεινής, τα επεισόδια ενούρησης ή εγκόπρισης, η συμπεριφορά με σεξουαλικό περιεχόμενο που δεν ταιριάζει στο αναπτυξιακό τους στάδιο και δεν αποδίδεται σε ερεθίσματα από το οικογενειακό περιβάλλον. Επίσης τα παιδιά που έχουν υποστεί σεξουαλική παραβίαση εμφανίζουν συχνά διαταραχές στον ύπνο και τη διατροφή τους αλλά και σωματοποιούν το άγχος τους ή εμφανίζουν καταθλιπτική συμπτωματολογία.
Οι ενέργειες που πρέπει να ακολουθήσουν οι γονείς
«Αν ο γονιός έχει κάποια ανησυχία ότι κάτι παράδοξο συμβαίνει με το παιδί του σχετικά με τη σεξουαλικότητά του, θα πρέπει αρχικά να απευθυνθεί σε κάποιον ψυχολόγο δημοσίου ή ιδιωτικού φορέα, ακόμη και σε μία τηλεφωνική γραμμή ψυχολογικής υποστήριξης, όπως στο Χαμόγελο του Παιδιού, ώστε να δει πώς θα χειριστεί αυτό που νιώθει ότι συμβαίνει στο παιδί του.
Ταυτοχρόνως μπορεί ο ίδιος αρχικά και μετά με το παιδί του, να απευθυνθεί στο Τμήμα Προστασίας Ανηλίκων στη ΓΑΔΑ στο 210.6476370 και να εκφράσει τις ανησυχίες του στους προανακριτικούς υπαλλήλους, εφόσον έχει ισχυρές υποψίες σεξουαλικής παραβίασης του παιδιού του. Είναι σημαντικό ωστόσο, μέχρι να απευθυνθεί στις εν λόγω δομές, να ακούσει το παιδί του, κάνοντας ανοιχτές ερωτήσεις, ώστε να μην το υποβάλλει και να μην το κατευθύνει στο τι θα πει, αλλά να του δώσει τη δυνατότητα να εκφραστεί ελεύθερα, χωρίς να νιώσει ενοχή, ότι έκανε το ίδιο κάτι κακό. Αν υπάρχει κάποιο άλλο πρόσωπο εμπιστοσύνης που μπορεί να συνδράμει, μπορούμε να το ενεργοποιήσουμε. Υπάρχουν αντίστοιχες οδηγίες στο σάιτ της Ελληνικής Αστυνομίας που οι γονείς και εκπαιδευτικοί μπορούν να συμβουλευτούν», αναφέρει λεπτομερώς.
Δείτε τα στατιστικά στοιχεία από την Ελληνική Αστυνομία:
Ο πολυσήμαντος ρόλος της Υποδιεύθυνσης Προστασίας Ανηλίκων
- Η διαδικασία
- Η εμπιστοσύνη
Τα θύματα προσεγγίζονται με την κατάλληλη εξειδίκευση/εμπειρία αλλά και στάση των ψυχολόγων, δημιουργώντας στα παιδιά ένα αίσθημα ασφάλειας και αποδοχής. Οι ειδικοί βοηθούν τα κακοποιημένα παιδιά να νιώσουν ότι έχουν απέναντί τους κάποιον για να τους ακούσει και όχι για να τους επικρίνει.
«Σε πρώτη φάση προσπαθούμε να γνωρίσουμε το παιδί μέσα από διάφορες ερωτήσεις που σχετίζονται με το σχολείο, τους φίλους, τις δραστηριότητές του και εν συνεχεία θα θέσουμε ανοιχτές ερωτήσεις σχετικά με τα υπό διερεύνηση γεγονότα, χωρίς να κατευθύνουμε ή να υποβάλλουμε το παιδί κάνοντάς του κλειστές ερωτήσεις, ερωτήσεις δηλ. που απαντώνται με ναι ή όχι. Όταν εξηγούμε στο παιδί για ποιο λόγο είμαστε εκεί μαζί του και είμαστε σαφείς, ξεκάθαροι και με όρια, τότε έχουμε κατορθώσει να χτίσουμε σιγά σιγά σχέση εμπιστοσύνης, στο πλαίσιο της οποίας θα μπορέσει να μας εκμυστηρευθεί αυτά που το έχουν τραυματίσει. Είναι σημαντικό να πούμε ότι -τουλάχιστον εγώ προσωπικά ακόμη και αν δεν είναι θεραπεία η διαδικασία της αξιολόγησης και κατάθεσης-, πάντα λειτουργώ υποστηρικτικά στο παιδί εξηγώντας του πως νιώθω ότι δυσκολεύεται, ότι πιέζεται, ότι αναστατώνεται με την όλη διαδικασία αλλά εδώ είναι ασφαλές και πως από δω και στο εξής δεν θα ξανασυμβούν τραυματικά γεγονότα όπως πριν. Τα παιδιά μπορούν να νιώσουν πραγματική ασφάλεια κοντά μας, καθώς αυτό το συναίσθημα είναι εντελώς διαφορετικό από αυτό της σύγχυσης, της αμφιθυμίας, της ενοχής, του άγχους που βίωναν μέχρι πρότινος. Τα παιδιά μπορούν να καταλάβουν το δικό μας συναίσθημα όταν είμαστε εκεί για αυτά, συναισθηματικά διαθέσιμα, με όρια.
- Η θεραπεία
Υπάρχει θεραπεία για τα παιδιά και τους εφήβους που έχουν υποστεί σεξουαλική παραβίαση, η οποία ωστόσο δεν είναι βραχείας διάρκειας αλλά μακροχρόνια και σε διάφορα χρονικά διαστήματα.
«Εάν δεν έβλεπα πραγματικά αποτέλεσμα, πιστέψτε με, δεν θα μπορούσα να αντέξω μέσα μου να δουλεύω μαζί τους. Το πιο σημαντικό για τα παιδιά αυτά είναι να δημιουργηθεί ένας ασφαλής δεσμός μέσα από τη θεραπευτική σχέση, καθώς αυτή η σχέση εμπιστοσύνης είναι που έχει κλονισθεί από το παιδοφιλικό άτομο, την οποία έχει ταυτοχρόνως καταχραστεί. Εν συνεχεία, υπάρχουν διάφορες τεχνικές που εφαρμόζουμε, όπως η μέθοδος τραυματοθεραπείας EMDR (Eye Movement Desensitization Reprocessing), μέσω της οποίας το παιδί έρχεται αντιμέτωπο κάποια στιγμή στη θεραπεία του με τις τραυματικές εικόνες που έχει βιώσει και μέσω ειδικών τεχνικών επιτυγχάνεται η απευαισθητοποίηση (το ξεθώριασμα να το πούμε με απλά λόγια του τραύματος, σαν να το νιώθει από μακριά και αποσυνδέεται συναισθηματικά) αλλά και η αναπλαισίωση, η ενδυνάμωση δηλαδή του ατόμου, εστιάζοντας στις ψυχικές του δυνάμεις. Το παιδί συχνά καλείται να έρθει αντιμέτωπο με τις εν λόγω δυσκολίες στην εφηβεία του και κυρίως στην ενήλικη ζωή του, όταν θα σχετισθεί με τον άλλο συναισθηματικά και ερωτικά. Συχνά λοιπόν η θεραπεία ολοκληρώνεται κατ’ουσίαν στη νεαρή ενήλικη ζωή», καταλήγει.