Η ενδομητρίωση, που σχετίζεται με την υπογονιμότητα, απασχολεί πολλές γυναίκες που επιθυμούν μια εγκυμοσύνη.
Η ενδομητρίωση είναι μια πάθηση που δημιουργεί φλεγμονή, κατά την οποία ιστός που υπάρχει στη μήτρα αναπτύσσεται έξω από αυτήν.
Η φλεγμονή που προκαλεί η ενδομητρίωση έχει βλαπτική επίδραση στο σπέρμα, το ωάριο και εμποδίζει τη μετακίνησή τους στις σάλπιγγες και τη μήτρα.
Η ενδομητρίωση προσβάλλει περίπου το 6-10% των γυναικών που βρίσκονται σε αναπαραγωγική ηλικία.
Υπολογίζεται ότι ένα 40% των γυναικών με υπογονιμότητα έχει ενδομητρίωση.
Ο πόνος που προέρχεται από ενδομητρίωση συνήθως είναι οξύς και επηρεάζει την καθημερινότητα της γυναίκας.
Βέβαια, υπάρχουν και γυναίκες οι οποίες δεν αντιλαμβάνονται καμία ενόχληση και διαπιστώνουν το πρόβλημα όταν αποφασίζουν να φέρουν στον κόσμο ένα παιδί και δεν μπορούν.
Ενδομητρίωση και εγκυμοσύνη
Σύμφωνα με αμερικανικές έρευνες, οι γυναίκες με ενδομητρίωση διατρέχουν αυξημένο κίνδυνο επιπλοκών κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης. Στατιστικά στοιχεία έχουν δείξει ότι η ενδομητρίωση αυξάνει τις πιθανότητες αποβολής, πρόωρου τοκετού ή απόκτησης μωρού με χαμηλό σωματικό βάρος.
Όταν η ενδομητρίωση είναι σε ήπιο βαθμό, το πρόβλημα της υπογονιμότητας είναι σπάνιο φαινόμενο. Όταν όμως είναι σε βαριά μορφή, δημιουργεί ουλές, οι οποίες δυσκολεύουν την «επικοινωνία» του ωαρίου και του σπερματοζωαρίου. Η πιθανότητα να συλλάβει ένα ζευγάρι είναι περίπου 15-20% κάθε μήνα σε φυσιολογικές συνθήκες και 2-10% κάθε μήνα σε περίπτωση σοβαρής ενδομητρίωσης.
Ενδομητρίωση και εξέταση
Η διάγνωση της πάθησης γίνεται μέσω του υπερηχογραφήματος και της μαγνητικής τομογραφίας.
Βέβαια, ο μοναδικός τρόπος για να γνωρίζει μια γυναίκα εάν πάσχει από ενδομητρίωση, και σε ποιο βαθμό, είναι η λαπαροσκόπηση.
Η λαπαροσκόπηση είναι μια επεμβατική, μη επώδυνη χειρουργική μέθοδος, κατά την οποία ο γυναικολόγος έχει τη δυνατότητα να εντοπίσει οπτικά τους ιστούς της ενδομητρίωσης και να τους αντιμετωπίσει.
Είναι πολύ ενθαρρυντικό πάντως το γεγονός πως ένα μεγάλο ποσοστό γυναικών καταφέρνουν να κυοφορήσουν μετά τη λαπαροσκοπική θεραπεία.
Τέλος, να αναφέρουμε ότι πολλές γυναίκες με ενδομητρίωση, έπειτα από τη φαρμακευτική ή ορμονική θεραπεία, καταφεύγουν στην εξωσωματική γονιμοποίηση.