Ένα υπομανιακό επεισόδιο είναι μια διακριτή περίοδος αυξημένης, εκτεταμένης ή ευερέθιστης διάθεσης, η οποία είναι λιγότερο σοβαρή από ένα πλήρες μανιακό επεισόδιο.
Παρόλο που δεν είναι τόσο εξουθενωτικό όσο η μανία, το υπομανιακό επεισόδιο μπορεί να επηρεάσει σημαντικά τη ζωή ενός ατόμου και συχνά αποτελεί ένδειξη υποκείμενων ψυχικών διαταραχών, όπως η διπολική διαταραχή τύπου II ή η κυκλοθυμία.
Ας δούμε τα χαρακτηριστικά των υπομανιακών επεισοδίων, τις αιτίες που τα προκαλούν, καθως και τις στρατηγικές θεραπείας και διαχείρισης βασισμένες στην επιστημονική βιβλιογραφία.
Υπομανιακό επεισόδιο – Τι είναι
Σύμφωνα με το Διαγνωστικό και Στατιστικό Εγχειρίδιο Ψυχικών Διαταραχών ( Πέμπτη Έκδοση DSM-5)), ένα υπομανιακό επεισόδιο χαρακτηρίζεται από αισθητή αλλαγή στη συμπεριφορά και λειτουργία που διαρκεί τουλάχιστον τέσσερις συνεχόμενες ημέρες (American Psychiatric Association, 2013).
Το επεισόδιο περιλαμβάνει επίμονα αυξημένη, εκτεταμένη ή ευερέθιστη διάθεση, συνοδευόμενη από αύξηση της στοχοκατευθυνόμενης δραστηριότητας ή της ενέργειας.
Σε αντίθεση με τη μανία, το υπομανιακό επεισόδιο δεν προκαλεί σημαντική έκπτωση στη λειτουργικότητα, ούτε απαιτεί νοσηλεία.
Απουσιάζουν, επίσης, ψυχωτικά χαρακτηριστικά, κάτι που το διαχωρίζει από τα μανιακά επεισόδια.
Υπομανιακό επεισόδιο – Συμπτώματα
Κατά τη διάρκεια ενός υπομανιακού επεισοδίου, οι άνθρωποι μπορεί να παρουσιάσουν:
- Αυξημένη αυτοεκτίμηση ή μεγαλοπρέπεια: Συχνά αισθάνονται υπερβολικά σίγουροι για τον εαυτό τους ή ανώτεροι από τους άλλους, μερικές φορές σε μη ρεαλιστικό βαθμό.
- Μειωμένη ανάγκη για ύπνο: Παρά τον μειωμένο χρόνο ύπνου, αναφέρουν ότι νιώθουν ασυνήθιστα ξεκούραστοι και γεμάτοι ενέργεια.
- Ομιλητικότητα ή πιεσμένη ομιλία: Μπορεί να αισθάνονται την ανάγκη να μιλούν συνεχώς, συχνά με γρήγορο ή υπερβολικό ρυθμό.
- Φυγή ιδεών ή αγωνιστικές σκέψεις: Οι σκέψεις τους μπορεί να τρέχουν γρήγορα από τη μία ιδέα στην άλλη.
- Διασπαστικότητα: Είναι δύσκολο να συγκεντρωθούν, καθώς αποσπώνται εύκολα από άσχετα ερεθίσματα.
- Αυξημένη στοχοκατευθυνόμενη δραστηριότητα: Αυτό μπορεί να εκδηλωθεί ως υπερβολική παραγωγικότητα, κοινωνικότητα ή αυξημένη συμμετοχή σε έργα ή χόμπι.
- Συμμετοχή σε ριψοκίνδυνες δραστηριότητες: Αυτές περιλαμβάνουν παρορμητικές δαπάνες, απερίσκεπτη οδήγηση ή ανάρμοστη σεξουαλική συμπεριφορά.
Παρόλο που αυτές οι συμπεριφορές μπορεί αρχικά να φαίνονται θετικές ή παραγωγικές, συχνά κλιμακώνονται και οδηγούν σε αρνητικές συνέπειες, ειδικά όταν η κρίση είναι μειωμένη (Vieta et al., 2018).
Υπομανιακό επεισόδιο – Αιτίες και παράγοντες επιδείνωσης
Οι ακριβείς αιτίες των υπομανιακών επεισοδίων δεν είναι πλήρως κατανοητές, αλλά ένας συνδυασμός βιολογικών, γενετικών και περιβαλλοντικών παραγόντων φαίνεται να διαδραματίζει σημαντικό ρόλο.
Βιολογικοί Παράγοντες
Ανισορροπίες νευροδιαβιβαστών, όπως η ντοπαμίνη και η σεροτονίνη, εμπλέκονται στις διαταραχές της διάθεσης, συμπεριλαμβανομένης της υπομανίας (Goodwin & Jamison, 2007). Μελέτες εγκεφαλικής απεικόνισης δείχνουν ότι τα άτομα με διαταραχές του διπολικού φάσματος παρουσιάζουν δομικές και λειτουργικές διαφορές στις περιοχές του εγκεφάλου που είναι υπεύθυνες για τη ρύθμιση της διάθεσης, όπως ο προμετωπιαίος φλοιός και η αμυγδαλή.
Γενετικοί Παράγοντες
Υπάρχουν ισχυρές ενδείξεις γενετικής προδιάθεσης για υπομανιακά επεισόδια, καθώς οι διαταραχές της διάθεσης τείνουν να εμφανίζονται σε οικογένειες. Μελέτες σε διδύμους έχουν δείξει ότι η κληρονομικότητα της διπολικής διαταραχής, στην οποία περιλαμβάνεται η υπομανία, είναι περίπου 70-85% (Smoller & Finn, 2003).
Περιβαλλοντικοί και Παράγοντες Τρόπου Ζωής
Εξωτερικοί παράγοντες μπορούν να προκαλέσουν ή να επιδεινώσουν τα υπομανιακά επεισόδια. Κοινά αίτια περιλαμβάνουν:
- Στρεσογόνα γεγονότα ζωής: Τόσο θετικά όσο και αρνητικά γεγονότα, όπως η έναρξη μιας νέας εργασίας ή ένας χωρισμός, μπορούν να προκαλέσουν επεισόδιο.
- Αυπνία: Η έλλειψη ύπνου είναι γνωστός παράγοντας επιδείνωσης για τα υπομανιακά και μανιακά επεισόδια (Harvey, 2008).
- Χρήση ουσιών: Διεγερτικά, όπως η καφεΐνη, το αλκοόλ και τα ναρκωτικά, μπορεί να προκαλέσουν επεισόδια.
- Εποχιακές αλλαγές: Μερικοί άνθρωποι με διπολική διαταραχή είναι ευαίσθητοι στις εποχικές μεταβολές, με υπομανιακά επεισόδια να εμφανίζονται συχνότερα την άνοιξη και το καλοκαίρι (Wehr et al., 1987).
Υπομανιακό επεισόδιο – Διάγνωση
Η διάγνωση ενός υπομανιακού επεισοδίου απαιτεί λεπτομερή αξιολόγηση από ειδικό ψυχικής υγείας. Ο κλινικός γιατρός θα:
- Εξετάσει τη διάρκεια και την ένταση των συμπτωμάτων.
- Αποκλείσει άλλες ιατρικές παθήσεις (π.χ. υπερθυρεοειδισμό) ή αιτίες που σχετίζονται με ουσίες.
- Εξετάσει το ψυχιατρικό ιστορικό του ατόμου και το οικογενειακό ιστορικό διαταραχών διάθεσης.
Υπομανιακό επεισόδιο – Θεραπεία και Διαχείριση
Η διαχείριση των υπομανιακών επεισοδίων περιλαμβάνει την αντιμετώπιση των οξέων συμπτωμάτων και της υποκείμενης διαταραχής για την πρόληψη μελλοντικών επεισοδίων.
Υπομανιακό επεισόδιο και Φαρμακευτική Αγωγή
Η φαρμακευτική αγωγή αποτελεί τον πυλώνα της θεραπείας για τα υπομανιακά επεισόδια, καθώς βοηθά στη σταθεροποίηση της διάθεσης, την αποτροπή μελλοντικών επεισοδίων και τη μείωση των συμπτωμάτων. Ακολουθεί μια πιο λεπτομερής παρουσίαση των βασικών κατηγοριών φαρμάκων που χρησιμοποιούνται.
1. Σταθεροποιητές διάθεσης
Οι σταθεροποιητές διάθεσης είναι η πρώτη επιλογή για τη θεραπεία των υπομανιακών επεισοδίων και της διπολικής διαταραχής γενικότερα. Εστιάζουν στη σταθεροποίηση της διάθεσης, αποτρέποντας τόσο τα υπομανιακά όσο και τα καταθλιπτικά επεισόδια.
- Λίθιο: Το λίθιο είναι ο πιο ευρέως μελετημένος και χρησιμοποιούμενος σταθεροποιητής διάθεσης. Θεωρείται «χρυσός κανόνας» για τη θεραπεία της διπολικής διαταραχής και των υπομανιακών επεισοδίων (Geddes et al., 2004). Είναι αποτελεσματικό στην πρόληψη τόσο της μανίας όσο και της κατάθλιψης, μειώνοντας επίσης τον κίνδυνο αυτοκτονίας. Ωστόσο, η χρήση του απαιτεί τακτική παρακολούθηση των επιπέδων του στο αίμα, λόγω του κινδύνου τοξικότητας. Οι παρενέργειες μπορεί να περιλαμβάνουν τρέμουλο, αυξημένη δίψα, αύξηση βάρους και αλλαγές στη νεφρική ή θυρεοειδική λειτουργία.
2. Αντισπασμωδικά φάρμακα
Αυτά τα φάρμακα, τα οποία αρχικά αναπτύχθηκαν για την αντιμετώπιση της επιληψίας, έχουν αποδειχθεί αποτελεσματικά στη σταθεροποίηση της διάθεσης σε ασθενείς με διπολική διαταραχή.
- Βαλπροϊκή: Είναι ιδιαίτερα αποτελεσματική για τη διαχείριση μανιακών και υπομανιακών επεισοδίων. Συνιστάται σε ασθενείς που δεν ανταποκρίνονται ή δεν μπορούν να ανεχθούν το λίθιο. Η βαλπροϊκή οξύ έχει γρήγορη έναρξη δράσης, καθιστώντας την ιδανική για οξέα επεισόδια. Οι παρενέργειες μπορεί να περιλαμβάνουν αύξηση βάρους, γαστρεντερικές διαταραχές, και σε ορισμένες περιπτώσεις, ηπατική δυσλειτουργία.
- Λαμοτριγίνη: Αν και λιγότερο αποτελεσματική σε υπομανιακά επεισόδια, η λαμοτριγίνη είναι ιδιαίτερα χρήσιμη στην πρόληψη καταθλιπτικών επεισοδίων σε διπολικούς ασθενείς. Συνήθως είναι καλά ανεκτή, αλλά απαιτείται σταδιακή αύξηση της δόσης για την αποφυγή σοβαρών αλλεργικών αντιδράσεων, όπως το σύνδρομο Stevens-Johnson.
3. Αντιψυχωτικά φάρμακα και υπομανιακό επεισόδιο
Τα άτυπα αντιψυχωτικά είναι χρήσιμα για τη γρήγορη ανακούφιση των υπομανιακών συμπτωμάτων και συνήθως συνδυάζονται με σταθεροποιητές διάθεσης για πιο μακροπρόθεσμη διαχείριση.
- Αριπιπραζόλη (Aripiprazole): Θεωρείται ένα από τα πιο ασφαλή και αποτελεσματικά αντιψυχωτικά για τη θεραπεία της υπομανίας. Έχει λιγότερες κατασταλτικές ιδιότητες σε σύγκριση με άλλα φάρμακα και συνήθως είναι καλά ανεκτή. Παρενέργειες μπορεί να περιλαμβάνουν αϋπνία, άγχος ή ελαφριά αύξηση βάρους.
- Κουετιαπίνη (Quetiapine): Συχνά χρησιμοποιείται λόγω της ευρείας αποτελεσματικότητάς της σε φάσματα της διπολικής διαταραχής. Μπορεί να προκαλέσει υπνηλία και αύξηση βάρους, γι’ αυτό και η χρήση της απαιτεί παρακολούθηση.
- Ολανζαπίνη (Olanzapine): Χρησιμοποιείται για τη διαχείριση οξέων υπομανιακών επεισοδίων. Ωστόσο, οι ασθενείς πρέπει να παρακολουθούνται για πιθανές μεταβολικές παρενέργειες, όπως αύξηση βάρους, υπεργλυκαιμία και αύξηση λιπιδίων.
4. Προσοχή με τα αντικαταθλιπτικά
Τα αντικαταθλιπτικά μπορούν να προκαλέσουν «αναστροφή φάσης», δηλαδή μετάβαση από την κατάθλιψη σε υπομανία ή μανία.
Γι’ αυτό η χρήση τους σε άτομα με διπολική διαταραχή γίνεται με μεγάλη προσοχή και πάντα σε συνδυασμό με σταθεροποιητές διάθεσης (Post et al., 2001).
Η μονοθεραπεία με αντικαταθλιπτικά συνήθως αποφεύγεται, ειδικά σε ασθενείς με ιστορικό υπομανιακών ή μανιακών επεισοδίων.
Προσαρμογή της θεραπείας στο υπομανιακό επεισόδιο
Η επιλογή φαρμάκου ή συνδυασμού φαρμάκων εξαρτάται από:
- Την τρέχουσα φάση της διαταραχής (π.χ. υπομανία, κατάθλιψη ή ευσταθής διάθεση).
- Το ιστορικό ανταπόκρισης του ασθενούς στη θεραπεία.
- Παράγοντες όπως ηλικία, συννοσηρότητες και ανεκτικότητα σε παρενέργειες.
Υπομανιακό επεισόδιο και Ψυχοθεραπεία
Η ψυχοθεραπεία είναι σημαντική και συνδυάζεται με φαρμακευτική αγωγή:
- Γνωσιακή-συμπεριφορική θεραπεία (CBT): Βοηθά στην αναγνώριση και αλλαγή προβληματικών σκέψεων και συμπεριφορών.
- Θεραπεία διαπροσωπικών και κοινωνικών ρυθμών (IPSRT): Στοχεύει στη διατήρηση σταθερών ρουτινών.
- Ψυχοεκπαίδευση: Ενημερώνει τους ασθενείς για τη διαταραχή, βοηθώντας τους να αναγνωρίζουν τα προειδοποιητικά σημάδια.
Τροποποιήσεις Τρόπου Ζωής
- Ύπνος: Η διατήρηση σταθερών προτύπων ύπνου είναι ζωτικής σημασίας.
- Διαχείριση άγχους: Τεχνικές χαλάρωσης και mindfulness είναι χρήσιμες
- Άσκηση: Η φυσική δραστηριότητα βελτιώνει τη διάθεση και μειώνει τη συχνότητα των επεισοδίων.
Τα υπομανιακά επεισόδια, αν και λιγότερο σοβαρά από τα μανιακά, αποτελούν σημαντικούς δείκτες υποκείμενων διαταραχών διάθεσης.
Η κατανόηση των συμπτωμάτων, η αναγνώριση των παραγόντων κινδύνου και η εφαρμογή αποτελεσματικών θεραπευτικών στρατηγικών είναι κρίσιμα για τη διαχείριση της υπομανίας.
Η συνεργασία μεταξύ ασθενών, επαγγελματιών υγείας και υποστηρικτικών δικτύων παίζει καθοριστικό ρόλο στη σταθερότητα της διάθεσης και τη βελτίωση της ποιότητας ζωής