Yπογλυκαιμία διαβήτης τύπου 2
Η υπογλυκαιμία αποτελεί μία από τις πιο συχνές ανεπιθύμητες ενέργειες στη θεραπεία του διαβήτη τύπου 2, ειδικά όταν χρησιμοποιούνται φάρμακα που αυξάνουν την έκκριση ινσουλίνης, όπως οι σουλφονυλουρίες ή η ίδια η ινσουλίνη.
Παρόλο που ο διαβήτης τύπου 2 χαρακτηρίζεται κυρίως από υπεργλυκαιμία, η εντατική θεραπευτική προσέγγιση μπορεί να οδηγήσει σε υπερβολική πτώση του σακχάρου.
Τα συμπτώματα υπογλυκαιμίας περιλαμβάνουν εφίδρωση, τρόμο, πείνα, αδυναμία, ταχυκαρδία, σύγχυση ή ακόμη και λιποθυμία.
Ορισμένα άτομα, ειδικά οι ηλικιωμένοι ή όσοι έχουν χρόνια υπογλυκαιμία, ενδέχεται να μην αντιλαμβάνονται τα προειδοποιητικά σημάδια (υπογλυκαιμική άγνοια), γεγονός που καθιστά την κατάσταση πιο επικίνδυνη.
Η σωστή εκπαίδευση του ασθενούς, η τακτική αυτομέτρηση του σακχάρου, η αναπροσαρμογή της δόσης φαρμάκων και η κατανάλωση ισορροπημένων γευμάτων είναι βασικά μέτρα πρόληψης.
Η υπογλυκαιμία μπορεί να έχει σημαντικές συνέπειες στη συνολική πρόγνωση του διαβητικού ατόμου, καθώς αυξάνει τον καρδιαγγειακό κίνδυνο και τη θνητότητα.
Yπογλυκαιμία και καφές
Ο καφές, και κυρίως η καφεΐνη που περιέχει, μπορεί να επηρεάσει τα επίπεδα σακχάρου στο αίμα με πολύπλοκους τρόπους.
Από τη μία, η καφεΐνη μπορεί να προκαλέσει αύξηση της παραγωγής αδρεναλίνης, η οποία κινητοποιεί τη γλυκόζη από το ήπαρ στο αίμα και ενδέχεται να μειώσει τον κίνδυνο υπογλυκαιμίας.
Από την άλλη όμως, σε άτομα που παρουσιάζουν αυξημένη ευαισθησία ή λαμβάνουν αντιδιαβητικά φάρμακα, η καφεΐνη μπορεί να ενισχύσει τα συμπτώματα υπογλυκαιμίας ή να δυσκολέψει την αναγνώρισή τους, λόγω ταχυκαρδίας ή άγχους που προκαλεί.
Σε νηστικό άτομο, η κατανάλωση καφέ χωρίς φαγητό μπορεί να συμβάλει στην απότομη πτώση σακχάρου, ειδικά αν το σώμα βρίσκεται ήδη σε ενεργειακό έλλειμμα. Αν και ο καφές δεν προκαλεί από μόνος του υπογλυκαιμία, ο τρόπος κατανάλωσής του (ιδίως αν αντικαθιστά το πρωινό ή άλλο γεύμα) έχει σημασία.
Οι ειδικοί συνιστούν να συνοδεύεται πάντα με κάποια τροφή, κυρίως σε άτομα που εμφανίζουν συχνά υπογλυκαιμικά επεισόδια.
Yπογλυκαιμία τιμές
Η υπογλυκαιμία ορίζεται εργαστηριακά όταν το επίπεδο γλυκόζης στο αίμα πέσει κάτω από 70 mg/dL.
Ωστόσο, τα συμπτώματα μπορεί να εμφανιστούν και σε υψηλότερα επίπεδα, ιδίως σε άτομα που έχουν συνηθίσει σε χρόνια υπεργλυκαιμία. Υπάρχουν τρεις βασικές κατηγορίες τιμών:
-
Ήπια υπογλυκαιμία: 60–70 mg/dL, προκαλεί πείνα, τρόμο και αδυναμία.
-
Μέτρια υπογλυκαιμία: 40–60 mg/dL, οδηγεί σε σύγχυση, πονοκέφαλο, εφίδρωση και ευερεθιστότητα.
-
Σοβαρή υπογλυκαιμία: <40 mg/dL, επικίνδυνη κατάσταση που μπορεί να προκαλέσει απώλεια συνείδησης, σπασμούς ή ακόμα και κώμα.
Η αυτοπαρακολούθηση των επιπέδων σακχάρου είναι κρίσιμη για τα άτομα που λαμβάνουν ινσουλίνη ή φάρμακα που επηρεάζουν το σάκχαρο. Η ακριβής μέτρηση, ιδίως σε περιόδους συμπτωμάτων ή ασυνήθιστης κόπωσης, βοηθά στην άμεση λήψη μέτρων. Η στόχευση σε τιμές μεταξύ 80–130 mg/dL πριν από τα γεύματα θεωρείται ασφαλής και μειώνει τον κίνδυνο υπογλυκαιμίας.
Mεταγευματική υπογλυκαιμία
Η μεταγευματική υπογλυκαιμία εμφανίζεται 1–4 ώρες μετά την κατανάλωση ενός γεύματος, συνήθως πλούσιου σε απλούς υδατάνθρακες. Η ταχεία απορρόφηση της γλυκόζης προκαλεί απότομη αύξηση της ινσουλίνης, η οποία στη συνέχεια “ρίχνει” το σάκχαρο κάτω από τα φυσιολογικά επίπεδα.
Τα συμπτώματα περιλαμβάνουν κόπωση, ζάλη, πείνα, τρόμο, εφίδρωση και ανησυχία.
Δεν συνδέεται απαραίτητα με διαβήτη, αν και μπορεί να αποτελεί πρώιμη ένδειξη διαταραχής στη ρύθμιση της γλυκόζης. Ορισμένα άτομα αναφέρουν μεταγευματικά επεισόδια μετά από κατανάλωση επεξεργασμένων τροφών ή γλυκών, ιδίως χωρίς συνδυασμό με πρωτεΐνες ή φυτικές ίνες.
Η διάγνωση γίνεται συνήθως με δοκιμή ανοχής γλυκόζης και καταγραφή των επιπέδων σακχάρου κατά τη διάρκεια των συμπτωμάτων. Η αντιμετώπιση περιλαμβάνει μικρά και συχνά γεύματα, αποφυγή απλών σακχάρων, και αύξηση της πρωτεΐνης στη διατροφή.
Αν και σπάνια προκαλεί σοβαρές επιπλοκές, επηρεάζει την ποιότητα ζωής και μπορεί να προκαλέσει άγχος ή αποφυγή γευμάτων.
Yπογλυκαιμία εξετάσεις
Για τη διάγνωση και διερεύνηση της υπογλυκαιμίας, απαιτείται συνδυασμός εργαστηριακών και κλινικών εξετάσεων. Η βασική μέτρηση γλυκόζης αίματος (σε κατάσταση νηστείας ή κατά τη διάρκεια συμπτωμάτων) είναι απαραίτητη.
Αν εντοπιστεί υπογλυκαιμία, ακολουθεί συχνά το λεγόμενο «τρίπτυχο Whipple»: παρουσία συμπτωμάτων, χαμηλή γλυκόζη, και αποκατάσταση των συμπτωμάτων μετά από πρόσληψη σακχάρου. Σε υποψία ινσουλινώματος ή άλλης ενδοκρινολογικής αιτίας, γίνονται εξειδικευμένες εξετάσεις όπως επίπεδα ινσουλίνης, C-πεπτιδίου, proinsulin, και αντισωμάτων κατά της ινσουλίνης.
Εξετάσεις για κορτιζόλη, αυξητική ορμόνη και λειτουργία του θυρεοειδούς αξιολογούνται για να αποκλειστούν άλλες αιτίες.
Η δοκιμή νηστείας 72 ωρών γίνεται σε νοσοκομειακό περιβάλλον για την ανίχνευση ιδιοπαθών μορφών υπογλυκαιμίας. Σε μεταγευματική υπογλυκαιμία, η καμπύλη γλυκόζης είναι καθοριστική.
Η παρακολούθηση με συνεχείς αισθητήρες γλυκόζης (CGM) παρέχει ακριβή εικόνα των διακυμάνσεων σε καθημερινή βάση και είναι πολύ χρήσιμη σε διαβητικά άτομα ή σε περιπτώσεις υπογλυκαιμικής άγνοιας.
Yπογλυκαιμία θάνατος
Αν και σπάνια, η υπογλυκαιμία μπορεί να οδηγήσει σε θάνατο, ιδιαίτερα όταν είναι σοβαρή, παρατεταμένη και δεν αντιμετωπιστεί έγκαιρα.
Ο θάνατος επέρχεται συνήθως από εγκεφαλικό οίδημα, καρδιακές αρρυθμίες ή πτώση που προκαλεί τραυματισμό. Οι ομάδες υψηλού κινδύνου περιλαμβάνουν ηλικιωμένους, άτομα με ιστορικό καρδιοπάθειας, και διαβητικούς που λαμβάνουν ινσουλίνη ή σουλφονυλουρίες.
Νυκτερινή υπογλυκαιμία, όπου ο ασθενής κοιμάται και δεν αντιλαμβάνεται τα συμπτώματα, μπορεί να οδηγήσει σε “σιωπηλό” θάνατο.
Ο καρδιακός κίνδυνος αυξάνεται λόγω των επιδράσεων της υπογλυκαιμίας στον συμπαθητικό νευρικό σύστημα (αδρεναλίνη, κορτιζόλη), που μπορεί να προκαλέσει ταχυκαρδίες ή ακόμη και καρδιακή ανακοπή.
Η άμεση λήψη γλυκόζης (π.χ. σε μορφή χυμού ή δισκίων) σώζει ζωές.
Η εκπαίδευση και η πρόληψη είναι το ισχυρότερο όπλο απέναντι σε τέτοια επεισόδια.