Η αμυλοείδωση είναι μια σπάνια αλλά σοβαρή νόσος που χαρακτηρίζεται από τη συσσώρευση αμυλοειδών πρωτεϊνών σε όργανα και ιστούς, οδηγώντας σε προοδευτική βλάβη της λειτουργίας τους.
Η διάγνωση απαιτεί εξειδικευμένες εξετάσεις, καθώς η νόσος μπορεί να προσβάλλει την καρδιά, τους νεφρούς, το νευρικό σύστημα ή τον εγκέφαλο, με διαφορετική πρόγνωση σε κάθε περίπτωση.
Το προσδόκιμο ζωής εξαρτάται άμεσα από τον τύπο αμυλοείδωσης (AL, ATTR, AA), την έκταση της βλάβης, την ηλικία και την ταχύτητα διάγνωσης. Στο άρθρο που ακολουθεί παρουσιάζονται αναλυτικά οι διαθέσιμες διαγνωστικές μέθοδοι, οι πιο συχνοί υποτύποι της νόσου, οι θεραπευτικές εξελίξεις και η επίδραση κάθε μορφής αμυλοείδωσης στο προσδόκιμο επιβίωσης.
Αμυλοείδωση εξετάσεις
Η διάγνωση της αμυλοείδωσης στηρίζεται σε συνδυασμό εργαστηριακών και απεικονιστικών εξετάσεων.
Αρχικά, οι γενικές αιματολογικές και βιοχημικές εξετάσεις αναδεικνύουν σημεία φλεγμονής ή διαταραχής νεφρικής λειτουργίας.
Ο βιοχημικός προσδιορισμός ελαφρών αλυσίδων ανοσοσφαιρινών στον ορό και τα ούρα βοηθά στην αναγνώριση AL αμυλοείδωσης.
Η βιοψία λιπώδους ιστού κοιλίας ή προσβεβλημένου οργάνου, με χρώση Congo red και πολωμένο φως, επιβεβαιώνει την παρουσία ινιδίων αμυλοειδούς.
Συμπληρωματικά, η μαγνητική τομογραφία καρδιάς και το σπινθηρογράφημα οστού με τεχνήτιο-99m παρέχουν πληροφορίες για την εναπόθεση σε καρδιά και οστά.
Η μοριακή ανάλυση μέσω φασματομετρίας μάζας κατηγοριοποιεί τον υποτύπο της αμυλοειδούς πρωτεΐνης.
Αυτές οι εξετάσεις επιτρέπουν ακριβή διάγνωση και εξατομικευμένη αντιμετώπιση.
Γεροντική αμυλοείδωση
Η γεροντική (ή άγριας μορφής) αμυλοείδωση οφείλεται στη συσσώρευση άθικτης τρανσθυρετίνης (wtATTR) σε ηλικιωμένα άτομα, συχνότερα άνω των 70 ετών.
Χαρακτηρίζεται από εναπόθεση ινιδίων στα τοιχώματα των αγγείων της καρδιάς και άλλων ιστών, προκαλώντας καρδιακή δυσλειτουργία και νευροπάθεια.
Η γεροντική αμυλοείδωση έχει βραδεία εξέλιξη και εντοπίζεται συχνά τυχαία σε καρδιακές απεικονίσεις ή σε βιοψίες. Συμπτώματα περιλαμβάνουν δύσπνοια, κατακράτηση υγρών και αίσθημα κόπωσης.
Η πρόγνωση εξαρτάται από το στάδιο κατά την διάγνωση· νωρίς, η μέση επιβίωση μπορεί να υπερβαίνει τα 5–7 έτη.
Η έγκαιρη αναγνώριση και η χορήγηση δισυλφιδικών σταθεροποιητών της τρανσθυρετίνης βελτιώνουν την ποιότητα ζωής και την επιβίωση.
Κληρονομική αμυλοείδωση
Η κληρονομική αμυλοείδωση (hATTR) προκαλείται από μεταλλάξεις στο γονίδιο της τρανσθυρετίνης, με πιο συχνή τη V30M.
Η κληρονομική αμυλοείδωση χαρακτηρίζεται από πρώιμη εμφάνιση συμπτωμάτων (30–50 ετών) και ποικίλη κλινική εικόνα: περιφερική νευροπάθεια, αυτόνομη δυσλειτουργία, και καρδιακή συμμετοχή.
Η μέση επιβίωση χωρίς θεραπεία είναι περίπου 5–15 έτη μετά την εμφάνιση των συμπτωμάτων.
Η μοριακή διάγνωση μέσω γονιδιακής ανάλυσης επιβεβαιώνει τη μετάλλαξη.
Σήμερα, οι θεραπευτικές επιλογές περιλαμβάνουν RNAi φάρμακα (π.χ. patisiran) και σταθεροποιητές (tafamidis), που παρατείνουν την επιβίωση κατά αρκετά έτη.
Ο προεμφυτευτικός και προσυμπτωματικός έλεγχος οικογενειών μειώνει τη χρονική καθυστέρηση στη διάγνωση.
Δευτεροπαθής αμυλοείδωση
Η δευτεροπαθής αμυλοείδωση (AA) συνδέεται με χρόνιες φλεγμονώδεις παθήσεις όπως ρευματοειδή αρθρίτιδα, φλεγμονώδη εντερικά νοσήματα ή υποτροπιάζουσα λοίμωξη.
Ο κύριος αμυλοειδογένετικός παράγοντας είναι η αγγειοτασίνη Α (SAA), πρωτεΐνη οξείας φάσης. Χρόνια υψηλά επίπεδα SAA οδηγούν σε εναπόθεση ινιδίων στα νεφρά, ήπαρ, σπλήνα και έντερα.
Κλινικά εκδηλώνεται με πρωτεϊνουρία, νεφρωσικό σύνδρομο, ηπατοσπληνομεγαλία και δυσαπορρόφηση.
Η δευτεροπαθής αμυλοείδωση σχετίζεται με μέση επιβίωση 1–5 έτη από τη στιγμή της διάγνωσης, ανάλογα με τη βασική νόσο και την ανταπόκριση στη θεραπεία.
Η αντιμετώπιση στοχεύει στον έλεγχο της υποκείμενης φλεγμονής (βιολογικοί παράγοντες, κορτικοειδή), μειώνοντας τα επίπεδα SAA και επιβραδύνοντας την εξέλιξη των ιζημάτων.
Αμυλοείδωση καρδιάς

Η αμυλοείδωση καρδιάς περιλαμβάνει την εναπόθεση ινιδίων αμυλοειδούς στο μυοκάρδιο, με αποτέλεσμα αυξημένη σκληρότητα και διαστολική δυσλειτουργία. Υποτύποι είναι η AL (πλασματοκυτταρική) και η ATTR (κληρονομική ή γεροντική).
Συμπτώματα περιλαμβάνουν δύσπνοια κόπωσης, περιφερικό οίδημα, και συγκοπτικά επεισόδια.
Η διάγνωση επιβεβαιώνεται με μαγνητική τομογραφία καρδιάς, σπινθηρογράφημα με τεχνήτιο-99m και βιοψία ενδομυοκαρδιακή ή περιφερικού ιστού.
Η πρόγνωση ποικίλλει· στην AL αμυλοείδωση η μέση επιβίωση χωρίς θεραπεία είναι μερικούς μήνες, ενώ στην ATTR φτάνει έως 5–10 έτη. Η έγκαιρη αναγνώριση και η κατάλληλη θεραπεία βελτιώνουν την επιβίωση.
Καρδιακή αμυλοείδωση θεραπεία
Η θεραπεία της καρδιακής αμυλοείδωσης διαφοροποιείται ανάλογα με τον υποτύπο.
Στην AL μορφή, χορηγούνται χημειοθεραπευτικά σχήματα (βαλσιταξέλη, βορτεζομίμπη, κορτικοειδή) και θεραπεία με μονοκλωνικά αντισώματα κατά των πλασματοκυττάρων.
Στην ATTR μορφή, οι σταθεροποιητές τρανσθυρετίνης (tafamidis) μειώνουν τη διάσπαση της πρωτεΐνης, ενώ οι επεμβάσεις RNAi (patisiran, inotersen) μειώνουν την παραγωγή TTR.
Σε προχωρημένα στάδια, η καρδιακή μεταμόσχευση αποτελεί επιλογή σε επιλεγμένους ασθενείς.
υμπληρωματικά, η διαχείριση συμφορητικής καρδιακής ανεπάρκειας (διουρητικά, β-blockers με προσοχή) και η παρακολούθηση ρυθμού (βηματοδότες, ICD) βελτιώνουν την ποιότητα ζωής.
Η έγκαιρη διάγνωση και η εξατομικευμένη θεραπευτική στρατηγική παρατείνουν σημαντικά την επιβίωση.
Εγκεφαλική αμυλοείδωση
Η εγκεφαλική αμυλοείδωση αναφέρεται κυρίως στη συσσώρευση β-αμυλοειδούς (Aβ) σε αγγεία (αγγειοπάθεια) και νευρώνες, χαρακτηριστικό της νόσου Alzheimer και της αμυλοειδούς αγγειοπάθειας.
Κλινικά σχετίζεται με γνωστική έκπτωση, εγκεφαλικές μικροαιμορραγίες, και επαναλαμβανόμενα εγκεφαλικά. Η διάγνωση βασίζεται σε νευροαπεικόνιση PET με ειδικούς ανιχνευτές Aβ και ανάλυση εγκεφαλονωτιαίου υγρού (μείωση Aβ_42, αύξηση tau).
Η πιστοποίηση ιστών γίνεται σε ιστοπαθολογία. Η εγκεφαλική αμυλοείδωση εξελίσσεται σταδιακά, με μέση επιβίωση 5–10 έτη ανάλογα με τον ρυθμό γνωστικής επιδείνωσης.
Οι πρόσφατες ανοσοθεραπείες κατά της Aβ υπόσχονται επιβράδυνση της νόσου, ενώ η υποστηρικτική φροντίδα εστιάζει στη διαχείριση συμπτωμάτων και κινητικών προβλημάτων.
Συμπερασματικά
Η έγκαιρη διάγνωση της αμυλοείδωσης είναι καθοριστική για την πρόγνωση και την ποιότητα ζωής των ασθενών. Οι σύγχρονες μέθοδοι διάγνωσης, όπως η μαγνητική καρδιάς, η βιοψία και η μοριακή φασματομετρία, προσφέρουν μεγαλύτερη ακρίβεια και συμβάλλουν στον προσδιορισμό της ακριβούς μορφής της νόσου.
Ανάλογα με τον υποτύπο, το προσδόκιμο ζωής μπορεί να κυμαίνεται από λίγους μήνες έως και πάνω από δέκα έτη, ιδιαίτερα αν η θεραπεία ξεκινήσει στα πρώτα στάδια.
Οι νέες θεραπείες, όπως τα RNAi φάρμακα και οι σταθεροποιητές τρανσθυρετίνης, έχουν ήδη αρχίσει να αλλάζουν την πρόγνωση ασθενών με ATTR.
Για όλους τους τύπους, η τακτική παρακολούθηση, η στοχευμένη θεραπεία και η υποστήριξη των ασθενών είναι τα βασικά κλειδιά για μεγαλύτερη επιβίωση και καλύτερη ποιότητα ζωής.