Η τροπονίνη αναφέρεται σε μία ομάδα πρωτεϊνών που βοηθούν στη ρύθμιση των μυϊκών συσπάσεων της καρδίας, αλλά και των μυών του υπολοίπου οργανισμού. Τα υψηλά επίπεδα τροπονίνης είναι συνήθως ενδεικτικά ενός καρδιακού προβλήματος.
Η τροπονίνη είναι σύμπλεγμα τριών ρυθμιστικών πρωτεϊνών που αποτελούν αναπόσπαστο μέρος της μυϊκής συστολής στους σκελετικούς μύες και τον καρδιακό μυ, αλλά όχι στους λείους μύς. Το σύμπλεγμα αφορά την τροπονίνη C, την τροπονίνη I και τη τροπονίνης T.
Οι μετρήσεις των καρδιακών ειδικών τροπονινών Ι και Τ χρησιμοποιούνται εκτενώς ως διαγνωστικοί και προγνωστικοί δείκτες στη διαχείριση του εμφράγματος του μυοκαρδίου και του οξέος στεφανιαίου συνδρόμου.
Η μέτρηση της τροπονίνης Τ στο αίμα, χρησιμοποείται για για τη διάγνωση ή τον αποκλεισμό του οξέος εμφράγματος του μυοκαρδίου, για την παρακολούθηση των οξέων στεφανιαίων συνδρόμων και την εκτίμηση της πρόγνωσης τους καθώς και για την παρακολούθηση ασθενών με μη ισχαιμικές καρδιακές βλάβες.
- Η C δεσμεύεται στα ιόντα ασβεστίου για να παράγει μια διαμορφωτική αλλαγή στο TnI.
- Η T δεσμεύεται με την τροπομυοσίνη, ενώνοντας τα για να σχηματίσει ένα σύμπλοκο τροπονίνης-τροπομυοσίνης.
- Η I δεσμεύεται στην ακτίνη σε λεπτά μυοϊνίδια για να συγκρατεί το σύμπλεγμα ακτίνης-τροπομυοσνίνης στη θέση του.
Τροπονίνη τιμές
Τα επίπεδα της τροπονίνης είναι συνήθως τόσο χαμηλά που δεν μπορούν να ανιχνευθούν από τις τυπικές εξετάσεις αίματος. Ακόμα και μία μικρή αύξηση στα επίπεδα αυτά είναι συχνά ενδεικτική βλαβών στην καρδιά.
Τα φυσιολογικά επίπεδα της τροπονίνης διαφέρουν ανάλογα με το διαγνωστικό εργαστήριο που γίνεται η μέτρηση, επομένως συζητήστε τα αποτελέσματα με τον γιατρό σας. Τα επίπεδα της τροπονίνης υπολογίζονται σε ng/ml.
Σύμφωνα με το University of Washington’s Department of Laboratory Medicine τα επίπεδα της τροπονίνης είναι:
- Κάτω από 0.04 ng/ml φυσιολογικά
- Πάνω από 0.40 ng/ml ένδειξη εμφράγματος του μυοκαρδίου
Μία μέτρηση ανάμεσα σε 0.04 και 0.39 ng/ml συχνά αποτελεί ένδειξη κάποιου καρδιακού προβλήματος. Ωστόσο, ένας πολύ μικρός αριθμός υγιών ατόμων μπορεί να έχει ελαφρώς αυξημένα επίπεδα τροπονίνης. Επομένως, αν τα αποτελέσματα βρίσκονται μέσα στο παραπάνω όριο, ο γιατρός θα ζητήσει επιπλέον εξετάσεις και και θα αναζητήσει άλλα συμπτώματα για να θέσει τη διάγνωση. Ο γιατρός συνήθως παρακολουθεί τα επίπεδα της τροπονίνης σε μία μεγάλη διάρκεια.
Το 70-80% των διαγνωστικών αποφάσεων βασίζεται στις εργαστηριακές εξετάσεις
Η ορθή ερμηνεία των εργαστηριακών αποτελεσμάτων επιτρέπει στον γιατρό να διακρίνει την υγεία από τη νόσο.
Aνεβασμένη τροπονίνη – Τι σημαίνει;
Οι τροπονίνες είναι πρωτεΐνες του καρδιακού µυός και αποτελούν βασικά συστατικά του µυοκαρδιακού κυττάρου. Εντοπίζονται κυρίως στα µυϊκά ινίδια και σε µικρό ποσοστό στο κυτταρόπλασµα. Όταν, για οποιοδήποτε λόγο, καταστρέφεται το µυοκάρδιο, κατά τη διαδικασία νέκρωσης των µυϊκών κυττάρων, οι ουσίες αυτές απελευθερώνονται και κυκλοφορούν στο αίµα σε αυξηµένες ποσότητες.
Οι τροπονίνες Ι και Τ έχουν µεγάλη κλινική χρησιµότητα κυρίως στη διάγνωση, την εκτίµηση του µεγέθους, την παρακολούθηση της πορείας, τη θεραπεία και την πρόγνωση του οξέος εµφράγµατος του µυοκαρδίου. Έτσι αποτελούν ένα καθιερωµένο προγνωστικό δείκτη, µε τον οποίο µπορεί να προβλεφθούν η βραχυπρόθεσµη, η µεσοπρόθεσµη, ακόµα και η µακροπρόθεσµη έκβαση της πορείας των ασθενών µε οξύ στεφανιαίο σύνδροµο.
Επιπρόσθετα, ενδείκνυνται για τη στρωµατοποίηση του κινδύνου των ασθενών µε ασταθή στηθάγχη. Αυξηµένες τιµές τροπονινών µπορούν να καταγραφούν στην εξελισσόµενη καρδιακή ανεπάρκεια.
Από τι αυξάνεται η τροπονίνη;
Η αύξηση της Τροποπίνης Τ μπορεί να οφείλεται σε οξύ έμφραγμα του μυοκαρδίου, στηθάγχη, καρδιακή ανεπάρκεια, μυϊκή βλάβη ή σε νεφρική ανεπάρκεια.
Μικρότερες αυξήσεις στα επίπεδα της τροπονίνης παραπέμπουν σε άλλη διάγνωση. Ορισμένα αίτια αύξησης στα επίπεδα της τροπονίνης περιλαμβάνουν:
- Σήψη
- Μυοκαρδίτιδα
- Άγχος και στρες
- Πνευμονική εμβολή
- Νεφρική ανεπάρκεια
- Καρδιακή ανεπάρκεια
- Βλάβες στην καρδιά από τη χημειοθεραπεία
- Καρδιακές βλάβες από τη χρήση ναρκωτικών
Ποια είναι η θεραπεία;
Τα υψηλά επίπεδα τροπονίνης αποτελούν σύμπτωμα και όχι διάγνωση, επομένως η θεραπεία εστιάζει στην αναζήτηση και αντιμετώπιση της υποκειμένης νόσου.
Ορισμένες συνήθεις θεραπείες για το έμφραγμα περιλαμβάνουν:
- Εγχείρηση bypass
- Θρομβολυτικά φάρμακα
- Στεφανιαία αγγειοπλαστική
- Ablation, μία θεραπεία με ραδιοκύματα
- Εισαγωγή stent έτσι ώστε να διατηρθεί ανοιχτό το αγγείο κατά την αγγειοπλαστική
Για την πρόληψη μελλοντικών εμφραγμάτων, ο γιατρός θα συστήσει αλλαγές στον τρόπο ζωής, όπως διακοπή του καπνίσματος, απώλεια βάρους, φυσική άσκηση και υγιεινή διατροφή.
Τροποπίνη, στρες και έμφραγμα
Το συναισθηματικό στρες μπορεί να προκαλεί μια νέα μορφή καρδιακής προσβολής, που μοιάζει πολύ με την εικόνα του εμφράγματος του μυοκαρδίου.
Το έντονο και ξαφνικό στρες απελευθερώνει στην κυκλοφορία του αίματος, τις ορμόνες του στρες που είναι η αδρεναλίνη και η νοραδρεναλίνη. Τα ψηλά επίπεδα των ορμονών αυτών, φαίνεται ότι σε ορισμένους ανθρώπους, προσβάλλουν το μυοκάρδιο. Η πάθηση της καρδίας που προκαλείται από το έντονο συναισθηματικό στρες, διαφέρει από την κλασσική μορφή της καρδιακής προσβολής που είναι το έμφαγμα του μυοκαρδίου.
Τροπονίνη και κορονοϊος
ο 54% των ασθενών που ανέρρωσαν από σοβαρή Covid 19 λοίμωξη και είχαν αυξημένες τιμές τροπονίνης κατά τη νοσηλεία τους, είχαν απεικονιστικά ευρήματα ισχαιμικών ή ινωτικών αλλοιώσεων σε μαγνητική τομογραφία καρδιάς (CMR), σύμφωνα με μελέτη που δημοσιεύτηκε στο έγκριτο ιατρικό περιοδικό European Heart Journal.
Η αύξηση των τιμών τροπονίνης στον ορό, ενός βιοδείκτη που υποδεικνύει μυοκαρδιακή βλάβη, είναι αρκετά συχνή σε ασθενείς που νοσηλεύονται με οξεία λοίμωξη COVID-19. Ωστόσο τα αίτια αυτής της αύξησης δεν είναι καλά τεκμηριωμένα. Οι ερευνητές χρησιμοποίησαν την CMR για να αξιολογήσουν τη μακροχρόνια σημασία της αυξημένης τροπονίνης στους ασθενείς με κορονοϊό.
Στη μελέτη συμμετείχαν 148 ασθενείς με σοβαρή οίμωξη και αυξημένα επίπεδα τροπονίνης κατά την εισαγωγή τους για νοσηλεία. Μετά την έξοδο τους από το νοσοκομείο και σε διάστημα 2 μηνών πραγματοποιήθηκε CMR. Οι ασθενείς αυτοί συγκρίθηκαν με ομάδα ελέγχου 40 ατόμων με παρόμοια ηλικία, φύλλο και επίπτωση παραγόντων κινδύνου χωρίς σημεία οξείας καρδιακής βλάβης. Το κλάσμα εξώθησης της αριστερής κοιλίας ήταν φυσιολογικό στο 89% των ασθενών που ανέρρωσαν από Covid-19, ποσοστό πανομοιότυπο με αυτό της ομάδας ελέγχου.
Ωστόσο το 54% των ασθενών παρουσίαζε παθολογικά ευρήματα στη CMR. Από αυτούς τους ασθενείς οι 39 (26%) είχαν ινωτικές βλάβες ομοιάζουσες με μυοκαρδίτιδα, οι 32 (22%) είχαν εικόνα εμφράκτου ή ισχαιμικής βλάβης και οι υπόλοιποι (9 ασθενείς) παρουσίαζαν συνδυασμό και των δύο αλλοιώσεων. Από τους ασθενείς με ινωτικές βλάβες, στο 88% δεν ήταν εκτεταμένες και δεν συσχετίζονταν με δυσλειτουργία της αριστερής κοιλίας ενώ το 30% αυτών των ασθενών είχε ενεργό μυοκαρδίτιδα. Το ύψος των επιπέδων της τροπονίνης δεν συσχετίζονταν με την παρουσία μυοκαρδίτιδας.
Τέλος, από τους ασθενείς που είχαν ισχαιμικές αλλοιώσεις οι περισσότεροι δεν είχαν προηγούμενο ιστορικό στεφανιαίας νόσου.
Συμπερασματικά, από τουw ασθενείς που έχουν αναρρώσει από σοβαρή λοίμωξη και είχαν αυξημένη τροπονίνη κατά την οξεία φάση, οι μισοί παρουσιάζουν ινωτικές βλάβες ομοιάζουσες με κυρίως περιορισμένης έκτασης μυοκαρδίτιδα ή βλάβες ισχαιμικής καρδιακής βλάβης ή συνδυασμό τους. Η κλινική σημασία αυτών των CMR ευρημάτων στην πρόγνωση των ασθενών που ανέρρωσαν από την οξεία λοίμωξη χρήζει περαιτέρω διερεύνησης. Λόγω της μη διενέργειας CMR κατά τη διάρκεια ή πριν την οξεία λοίμωξη, δεν είναι σαφές εάν τα παθολογικά ευρήματα στην CMR οφείλονται στην λοίμωξη ή εάν προϋπήρχαν.