Κάμψη καταγράφηκε το 2020, λόγω της πανδημίας του κορονοϊού, στα συνολικά έσοδα των επιχειρήσεων παροχής ιδιωτικών υπηρεσιών υγείας στην Ελλάδα, ενώ την περίοδο 2016-2019 είχαν κινηθεί ανοδικά.
Τα έσοδα των ιδιωτών παρόχων υπηρεσιών υγείας τα τελευταία χρόνια έχουν επιβαρυνθεί από την επιβολή του νόμου 4172/2013 (μηχανισμός clawback / rebate), βάσει του οποίου οι επιχειρήσεις του κλάδου υποχρεώθηκαν σε «απομείωση» των απαιτήσεών τους για τις παρεχόμενες υπηρεσίες τους σε ασφαλισμένους του ΕΟΠΥΥ.
Επίσης, ανακατατάξεις και τάσεις συγκέντρωσης παρατηρούνται στον κλάδο των ιδιωτικών υπηρεσιών υγείας το τελευταίο χρονικό διάστημα.
Τα παραπάνω προκύπτουν από την κλαδική μελέτη «Ιδιωτικές Υπηρεσίες Υγείας» που εκπόνησε πρόσφατα η Διεύθυνση Οικονομικών Μελετών της ICAP Α.Ε. Η εν λόγω μελέτη πραγματεύεται τους τομείς των γενικών θεραπευτηρίων, των μαιευτικών – γυναικολογικών κλινικών, των διαγνωστικών κέντρων – κέντρων αιμοκάθαρσης και λοιπών κέντρων, εξετάζοντας την πορεία και τις προοπτικές τους. Τα ιδιωτικά θεραπευτήρια διακρίνονται σε μεγάλες πολυδύναμες κλινικές, σε μεσαίες και μικρότερες μονάδες.
Σύμφωνα με στοιχεία της ΕΛ.ΣΤΑΤ., επί συνόλου 45.053 κλινών σε όλα τα θεραπευτήρια της χώρας το 2018, το 1/3 των κλινών ανήκει σε ιδιωτικά θεραπευτήρια.
Σημαντικός είναι και ο αριθμός των ιδιωτικών διαγνωστικών κέντρων, ενώ αρκετά από αυτά ανήκουν σε μεγάλους επιχειρηματικούς ομίλους.
Ανακατατάξεις και τάσεις συγκέντρωσης παρατηρούνται στον κλάδο των ιδιωτικών υπηρεσιών υγείας το τελευταίο χρονικό διάστημα, καθώς μεγάλα ιδιωτικά θεραπευτήρια της Αθήνας άλλαξαν ιδιοκτησιακό καθεστώς, ενώ το ίδιο συνέβη και σε συγκεκριμένα διαγνωστικά κέντρα.
Η συνολική αγορά των ιδιωτικών υπηρεσιών υγείας (βάσει αξίας) παρουσίασε μείωση της τάξης του 8% το 2020 σε σχέση με το 2019, ως αποτέλεσμα της πανδημίας του κορονοϊού, ανέφερε η Σταματίνα Παντελαίου, διευθύντρια Οικονομικών – Κλαδικών Μελετών της ICAP.
Σύμφωνα με υπουργική απόφαση, κατά τη διάρκεια του πρώτου lockdown ανεστάλη προσωρινά η λειτουργία όλων των τακτικών χειρουργείων των ιδιωτικών κλινικών της χώρας, ενώ η επισκεψιμότητα στα ιδιωτικά διαγνωστικά κέντρα σχεδόν μηδενίστηκε.
Επίσης, οι ιδιώτες πάροχοι υπηρεσιών υγείας με έδρα στις τουριστικές περιοχές της χώρας επηρεάστηκαν σε σημαντικό βαθμό από τη μεγάλη πτώση του τουρισμού. Ειδικότερα, κατά κατηγορία, μείωση της τάξης του 9% εμφανίζουν τα συνολικά έσοδα των κλινικών (γενικές, ειδικές, νευροψυχιατρικές κ.ά.), ενώ μείωση της τάξης του 6,5% καταγράφουν τα έσοδα των μαιευτικών – γυναικολογικών κλινικών.
Σε χαμηλότερα επίπεδα εκτιμάται ότι θα κυμανθεί και η αγορά των διαγνωστικών κέντρων, κέντρων αιμοκάθαρσης και λοιπών κέντρων, εμφανίζοντας μείωση της τάξης του 6% συγκριτικά με την περίοδο 2020/19.
Στα δυνατά σημεία του κλάδου περιλαμβάνονται το γεγονός της δραστηριοποίησης μεγάλων και καλά οργανωμένων επιχειρηματικών ομίλων με μακρά εμπειρία, η τάση της σταδιακής γήρανσης του πληθυσμού, η εξέλιξη της ιατρικής επιστήμης και βέβαια οι χρόνιες αδυναμίες του δημόσιου συστήματος υγείας.
Στα αδύνατα σημεία εντάσσεται το σχετικά αυστηρό θεσμικό πλαίσιο σε σχέση με την ίδρυση νέων ιατρικών μονάδων. Ευκαιρίες για τον κλάδο συνιστούν, μεταξύ άλλων, η επέκταση των υφιστάμενων εταιρειών σε αγορές του εξωτερικού, η ανάπτυξη του ιατρικού τουρισμού, η σύναψη συμβάσεων με ιδιωτικές ασφαλιστικές εταιρείες καθώς και η εξειδίκευση σε τομείς όπου υπάρχουν περιθώρια ανάπτυξης.
Τέλος, ως απειλή για τον κλάδο μπορούν να εκληφθούν ‒εκτός από την πανδημία του κορονοϊού, η οποία πλήττει τη χώρα από τις αρχές του 2020‒ τα προβλήματα ρευστότητας του δημόσιου τομέα, η στενότητα στην τραπεζική χρηματοδότηση και, βέβαια, τα μέτρα της πολιτείας περί μείωσης των δαπανών υγείας.
Πηγή: ICAP