Το ανεύρυσμα κοιλιακής αορτής θεωρείται οποιαδήποτε αύξηση της διαμέτρου ενός αγγείου η οποία ξεπερνά το 50% του φυσιολογικού. Όταν η αύξηση είναι μέχρι αυτό το ποσοστό ονομάζεται διάταση ή μεγαλεία.
Εν προκειμένω, η κοιλιακή αορτή είναι το τμήμα της αορτής, της κύριας αρτηρίας του ανθρωπίνου σώματος, που ξεκινά αμέσως κάτω από το διάφραγμα (οι μύες που χωρίζουν την κοιλία από το θώρακα) και περατούται περίπου στο ύψος του ομφαλού, όπου διχάζεται στις κοινές λαγόνιες αρτηρίες. Όταν η διάμετρος της κοιλιακής αορτής ξεπεράσει τα 3 cm, τότε θεωρείται πως είναι ανευρυσματική.
Ανεύρυσμα κοιλιακής αορτής – Προδιαθεσιακοί παράγοντες
Η παθοφυσιολογία του ανευρύσματος δεν έχει διερευνηθεί τελείως, με αποτέλεσμα να υπάρχουν διάφορες θεωρίες δημιουργίας τους. Γενικά το κάπνισμα, η ύπαρξη χρόνιας αποφρακτικής πνευμονοπάθειας, η ύπαρξη βουβωνοκήλης ή πρωτογενών κηλών κοιλιακού τοιχώματος, η αρτηριακή υπέρταση, η αθηρωματική νόσος των αγγείων, το θετικό οικογενειακό ιστορικό , διάφορα γενετικά σύνδρομα (σύνδρομο Marfan, σύνδρομο Ehlers-Danlos), το φύλο (αναλογία ανδρών/γυναικών 8,5-9:1), η ύπαρξη αρτηριακών ανευρυσμάτων σε άλλα σημεία του σώματος θεωρούνται προδιαθεσικοί παράγοντες.
Ανεύρυσμα κοιλιακής αορτής – Συμπτώματα
Το ανεύρυσμα κοιλιακής αορτής (ΑΚΑ) πολλές φορές είναι ασυμπτωματικό, δε δίνει καθόλου συμπτώματα, με αποτέλεσμα να γίνεται αντιληπτό όταν επίκειται ή διενεργείται ρήξη αυτού. Σε άλλες περιπτώσεις εμφανίζει πιεστικά φαινόμενα σε παρακείμενους ιστούς και όργανα, όπως άτυπο βύθιο ήπιο κοιλιακό άλγος, δυσουρικά ενοχλήματα, κωλικοειδή άλγη, ήπιο συνεχές άλγος οσφύος. Τα συμπτώματα αυτά δεν είναι ειδικά και ενίοτε διαλάθουν της προσοχής του ασθενούς.
Ανεύρυσμα κοιλιακής αορτής – Διάγνωση
Η εξέταση ελέγχου είναι ο υπέρηχος κοιλίας, ο οποίος θα καταδείξει την ύπαρξη ανευρύσματος κοιλιακής αορτής και της συνέχειας αυτής, των λαγονίων αρτηριών. Σε περίπτωση που ο υπέρηχος είναι θετικός, πρέπει να διενεργείται αξονική τομογραφία κοιλίας ώστε να χαρτογραφηθεί πλήρως και ακριβώς το μέγεθος όλης της κοιλιακής αορτής και των λαγονίων αρτηριών. Λόγω του γεγονότος πως η ρήξη ΑΚΑ αποτελεί την 8η συχνότερη αιτία θανάτου στο δυτικό κόσμο, ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας έχει θεσμοθετήσει στις συστάσεις του την υποχρεωτική διενέργεια υπερήχου άνω και κάτω κοιλίας μετά την ηλικία των 65 ετών ή την ηλικία των 50 ετών όταν υπάρχουν προδιαθεσικοί παράγοντες ή θετικό οικογενειακό ιστορικό.
Σε περίπτωση που το μέγεθος του ανευρύσματος πληροί τις ενδείξεις χειρουργικής αποκατάστασης τότε είναι αναγκαία η διενέργεια αξονικής αγγειογραφίας κοιλιακής αορτής και λαγονίων αρτηριών προς καθορισμό της χειρουργικής επέμβασης αποκατάστασής του. Η παρακολούθηση του ΑΚΑ γίνεται άπαξ ετησίως όταν αυτό κυμαίνεται μεταξύ 3 και 4 cm, ενώ όταν ξεπερνά τα 4 cm γίνεται κάθε εξάμηνο. Όταν το ανεύρυσμα ξεπερνά τα 5cm στις γυναίκες και τα 5,5cm στους άνδρες ή όταν ο ρυθμός αύξησης του είναι μεγαλύτερος από 0,5cm ανά εξάμηνο όταν αυτό είναι πάνω από 4 cm τότε πρέπει να προγραμματίζεται δια χειρουργική αποκατάσταση.
Ανεύρυσμα κοιλιακής αορτής – Θεραπεία
Η θεραπεία είναι χειρουργική, όταν πληρούνται οι ενδείξεις που αναφέρθηκαν ή αν το ανεύρυσμα είναι συμπτωματικό. Συμπτωματικό θεωρείται το ανεύρυσμα που προκαλεί πιεστικά φαινόμενα στους παρακείμενους ιστούς και όργανα ή προκαλεί συμπτωματολογία οξείας ισχαιμίας άκρων λόγω θρόμβωσής του ή εμβολικά αρτηριακά επεισόδια κάτω άκρων λόγω εμβολής θραυσμάτων του περιεχόμενου θρόμβου στον ανευρυσματικό σάκκο. Η επιλογή της χειρουργικής μεθόδου είναι απότοκος της μορφολογίας του ανευρύσματος, της γενικότερης κατάστασης του ασθενούς και των υποκείμενων νοσημάτων του όπως και αν η αποκατάσταση γίνεται με συνοδές επιπλοκές που οφείλονται στο ανεύρυσμα. Η ανοικτή χειρουργική αποκατάσταση συνίσταται στην χειρουργική αποκάλυψη της αορτής με τομή στην κοιλία, τη διάνοιξη και εκτομή του ανευρύσματος, εφόσον έχει προηγηθεί αποκλεισμός του από τη συστηματική αρτηριακή κυκλοφορία, και τη συρραφή ειδικού μοσχεύματος το οποίο αποκαθιστά την αγγειακή συνέχεια. Είναι μια επέμβαση αιματηρή, πολύ μεγάλης βαρύτητος και συνήθως τις πρώτες μετεγχειρητικές ημέρες απαιτείται νοσηλεία σε Μονάδα Εντατικής Θεραπείας.
Η ενδαγγειακή αποκατάσταση του ΑΚΑ αποτελεί την σύγχρονη εξέλιξη στην αντιμετώπισή του. Συνίσταται στην εισαγωγή ενός τμηματικού μοσχεύματος αποκατάστασης από το επίπεδο των μηριαίων αρτηριών, διαδερμικά ή με μικρές τομές που γίνονται στις μηροβουβωνικές πτυχές του ασθενούς. Έχει το πλεονέκτημα της μικρότερης βαρύτητος επέμβασης (σε πολλές περιπτώσεις ο ασθενής λαμβάνει εξιτήριο τη 2η μετεγχειρητική ημέρα), είναι λιγότερο αιματηρή και με τα σύγχρονα μοσχεύματα ενδαγγειακής αποκατάστασης ΑΚΑ είναι εξατομικευμένη στη μορφολογία του ανευρύσματος του ασθενούς. Έχει συγκεκριμένες ενδείξεις που έχουν να κάνουν με την μορφολογία του ανευρύσματος και τα αγγεία διέλευσης του συστήματος αποκατάστασης, ενώ η τεχνολογία των υλικών και η τεχνική αποκατάστασης έχουν εξελιχθεί τόσο ώστε σήμερα να είναι εφικτή η ενδαγγειακή αποκατάσταση σύνθετων ΑΚΑ που στο παρελθόν απαιτούσαν βαρύτητες επεμβάσεις ανοικτής αποκατάστασης με μεγάλα ποσοστά θνητότητας.
Η επιλογή της μεθόδου αποκατάστασης εξαρτάται από την μορφολογία του ανευρύσματος, τη γενικότερη κατάσταση του ασθενούς αλλά και την εμπειρία του αγγειοχειρουργού, ιδίως σε πολύπλοκα ΑΚΑ τα οποία επεκτείνονται προς τη θωρακική αορτή ή και τις λαγόνιες αρτηρίες ή περιλαμβάνουν και τους σπλαγχνικούς κλάδους που εκφύονται από την κοιλιακή αορτή. Η μετεγχειρητική παρακολούθηση του ασθενούς εξαρτάται από τη μέθοδο αποκατάστασης, υπόκειται σε συγκεκριμένα πρωτόκολλα και γίνεται είτε με έγχρωμη φασματική υπερηχοτομογραφία (triplex κοιλιακής αορτής – λαγονίων αρτηριών) είτε με ειδική αξονική τομογραφία με ενδοφλέβιο σκιαγραφικό στα διαστήματα που καθορίζει ο θεράπων αγγειοχειρουργός αναλόγως των απεικονιστικών ευρημάτων.
Η άποψη του ειδικού
Καλό είναι όταν κάποιος έχει τους προδιαθεσικούς παράγοντες ή την ηλικία που προαναφέρθησαν, να υποβάλλεται σε προληπτικό έλεγχο με υπέρηχο κοιλίας καθώς πολύ μεγάλο ποσοστό των ΑΚΑ είναι ασυμπτωματικό και διαλάθει της προσοχής και της έγκαιρης διαγνώσεως. Η ρήξη ενός ΑΚΑ είναι μια δραματική κατάσταση η οποία έχει εξαιρετικά υψηλά ποσοστά θνητότητας (70-95%) ακόμη και αν ο ασθενής καταφέρει να φτάσει ζωντανός στο νοσοκομείο. Η ρήξη μπορεί να είναι η πρώτη και τελευταία εκδήλωση ενός ανευρύσματος. Επιβάλλεται λοιπόν να γίνεται ο προληπτικός έλεγχος και όσοι έχουν γνωστό ΑΚΑ να τηρούν απαρέγκλιτα το πρόγραμμα παρακολούθησης που συστήνει ο αγγειοχειρουργός τους