Τέσσερις φορές μεγαλύτερο κίνδυνο ανευρύσματος στον εγκέφαλο διατρέχουν οι γυναίκες που καπνίζουν, υποστηρίζει νέα μελέτη, αναδεικνύοντας το κάπνισμα συνδυαστικά με την υψηλή αρτηριακή πίεση σε παράγοντες υψηλού κινδύνου για την υγεία των γυναικών.
Οι γυναίκες που καπνίζουν έχουν τέσσερις φορές περισσότερες πιθανότητες από τις μη καπνίστριες να εκδηλώσουν ανεύρυσμα στον εγκέφαλο και ο κίνδυνος επταπλασιάζεται στην περίπτωση υψηλής αρτηριακής πίεσης, σύμφωνα με έρευνα που δημοσιεύθηκε στο Journal of Neurology Neurosurgery & Psychiatry.
Στους γνωστούς παράγοντες κινδύνου για το εγκεφαλικό ανεύρυσμα ανήκει ένα προηγούμενο τέτοιο περιστατικό, το οικογενειακό ιστορικό, πολλαπλές κύστεις στα νεφρά (πολυκυστική νεφροπάθεια) και διαταραχές του συνδετικού ιστού, με προηγούμενες μελέτες να δείχνουν ότι τα ανευρύσματα είναι πιο συχνά στις γυναίκες και τους καπνιστές.
Για να διερευνήσουν περαιτέρω το ζήτημα, οι ερευνητές μελέτησαν 545 γυναίκες ηλικίας 30-69 ετών που υποβλήθηκαν σε ακτινογραφίες εγκεφάλου σε νοσοκομεία των ΗΠΑ και του Καναδά μεταξύ 2016 και 2018.
Τα αποτελέσματα έδειξαν ότι οι 152 από τις γυναίκες αυτές είχαν 185 εγκεφαλικά ανευρύσματα που δεν είχαν υποστεί ρήξη. Οι 113 από αυτές αντιστοιχήθηκαν στη συνέχεια με 113 άλλες ίδιας ηλικίας και εθνικότητας που είχαν, όμως φυσιολογικά αποτελέσματα ακτινογραφιών.
Η πιο συνηθισμένη αφορμή για ακτινογραφία εγκεφάλου ήταν ο επίμονος πονοκέφαλος, ένα σύμπτωμα που παρουσιάστηκε σχεδόν στα δύο τρίτα των ασθενών με ανεύρυσμα εγκεφάλου (62,5%) και σχεδόν στις μισές από τις υγιείς γυναίκες (44%). Τα περισσότερα ανευρύσματα βρίσκονταν στην καρωτιδική αρτηρία και είχαν μέση διάμετρο 2-5 χιλιοστά.
Η υψηλή αρτηριακή πίεση ήταν συχνό φαινόμενο στις γυναίκες με μη φυσιολογικές ακτινογραφίες εγκεφάλου (46% έναντι 31%), όπως και σε αυτές που ήταν καπνίστριες την περίοδο της έρευνας ή στο παρελθόν (57,5% έναντι 37%).
Οι γυναίκες με ανεύρυσμα εγκεφάλου έτειναν, επίσης, να καπνίζουν πολύ περισσότερο (20 τσιγάρα/ημέρα κατά μέσο όρο) σε σχέση με εκείνες με φυσιολογικές ακτινογραφίες εγκεφάλου (12 τσιγάρα/ημέρα κατά μέσο όρο) και για περισσότερα χρόνια (29 έναντι 20 ετών κατά μέσο όρο).
Όταν πραγματοποιήθηκε η άμεση σύγκριση των δύο ομάδων γυναικών, οι καπνίστριες παρουσίασαν τέσσερις φορές μεγαλύτερο κίνδυνο για αρτηριακές ανωμαλίες από τις μη καπνίστριες, ενώ ο κίνδυνος αυξανόταν στο επταπλάσιο στην περίπτωση της χρόνιας υπέρτασης.
Στα 2/3 των περιπτώσεων (66%), δε δόθηκε κάποια ενεργή θεραπεία εκτός από την παρακολούθηση, αλλά τα υπόλοιπα περιστατικά υποβλήθηκαν σε χειρουργείο και άλλες επεμβατικές παρεμβάσεις.
Στο σημείο αυτό θα πρέπει να τονιστεί ότι η μελέτη αυτή ήταν παρατηρητική και δεν απέδειξε την αιτιώδη σχέση με τους ερευνητές να αναγνωρίζουν ότι η μελέτη βασίστηκε στη δυνατότητα ανάκλησης στοιχείων των ασθενών, καθώς δεν υπήρχαν πληροφορίες για τον κίνδυνο ρήξης για τις γυναίκες των οποίων οι ακτινογραφίες αποκάλυψαν κάποιο ανεύρυσμα.